Σας παραθέτω ένα εξαιρετικό άρθρο της Βέρας Δημητριάδου, ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας, που αφορά στη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας, όπως αυτή καταγράφτηκε από τον Erikson. Εξαιρετικό, καθώς παρουσιάζει πολύ συγκεντρωμένα και καθαρά τη θεωρία προσωπικότητας του Erikson: τις ξεχωριστές προκλήσεις που καλείται ο άνθρωπος να απαντήσει στην κάθε φάση ζωής που βιώνει.
Είτε είστε ενήλικες και δίνετε τους προσωπικούς σας αγώνες για μια ζωή υπέρβασης και ολοένα πιο καρποφόρα, είτε είστε συγχρόνως γονείς και παλεύετε να συμβάλετε στην καλή ανάπτυξη των μικρών ανθρώπων του σπιτιού σας, μοιράζομαι αυτό το άρθρο μαζί σας για ενημέρωση και κατάρτιση, αλλά πολύ περισσότερο για ενθάρρυνση και προτροπή. Όσο υπάρχει το σήμερα, υπάρχει χρόνος για βελτίωση, για αλλαγή. Υπάρχει ελπίδα…
Η διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου μέσα από τα στάδια της ζωής του & τα υπαρξιακά μας δεδομένα
Η ψυχοκοινωνική θεωρία του Erikson είναι από τις λίγες που δεν προσδιορίζουν την ανάπτυξη του ατόμου σαν μία διαδικασία που επιτελείται κυρίως στα πρώιμα χρόνια, αλλά εντοπίζει ψυχοκοινωνικά στάδια ανάπτυξης και εξέλιξης του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του.
Στον πρώτο χρόνο της ζωής ενός παιδιού,
κατά τον Erikson, κρίνεται η εμπιστοσύνη του ατόμου προς τον κόσμο και τους ανθρώπους. Αν το βρέφος νιώσει ότι οι ανάγκες του ικανοποιούνται μόλις προκύψουν κι ότι οι γονείς του τού εξασφαλίζουν άφθονη αγάπη και περιποίηση, αναπτύσσει το συναίσθημα της βασικής εμπιστοσύνης, της ασφάλειας και της αισιοδοξίας. Αν όμως το βρέφος νιώθει ότι το παραμελούν, αναπτύσσει το συναίσθημα της δυσπιστίας προς τους άλλους, της καχυποψίας και της ανασφάλειας. Πολλές μελέτες για τις αυτοκτονίες και απόπειρες αυτοκτονίας, τονίζουν τη σημασία των πρώτων ετών στην ανάπτυξη βασικών πεποιθήσεων ότι ο κόσμος είναι αξιόπιστος και ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να είναι εδώ. Σε αυτό το στάδιο, αναπτύσσεται η αρετή της ελπίδας, αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως η τάση για αισιοδοξία ή απαισιοδοξία στην ζωή στηρίζεται σε αυτό το στάδιο.
Στο δεύτερο με τρίτο έτος της ζωής του,
το παιδί αρχίζει να αποκτά την ικανότητα για συντονισμένη σωματική κίνηση και διανοητική λειτουργία. Αν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του και τα γύρω του πρόσωπα αναγνωρίζουν την ανάγκη να ενεργεί με το δικό του τρόπο και με το δικό του ρυθμό, αναπτύσσει το αίσθημα ότι ασκεί έλεγχο επάνω στον εαυτό του και στο περιβάλλον, ότι έχει αποκτήσει αυτονομία. Αν όμως το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του δείχνουν υπερπροστατευτική διάθεση και δεν το αφήνουν να αυτενεργεί, αναπτύσσει το συναίσθημα της ντροπής και της αμφιβολίας. Σε αυτήν την περίοδο το παιδί χτίζει την αρετή της θέλησης, την αίσθηση δηλαδή ότι η θέλησή του έχει αξία και ότι μπορεί εάν το θέλει να καταφέρει το ο,τιδήποτε, σε αντίθεση με την φοβία να θελήσει κάτι, μήπως και αυτό γίνει αιτία απόρριψης ή την ολοκληρωτική μη αναγνώριση των επιθυμιών του. Πολλοί άνθρωποι κατά την ενήλικη ζωή τους βασανίζονται επειδή δε επιτρέπουν στον εαυτό τους να έχουν επιθυμίες, και κατ’ επέκταση δυσκολεύονται να τις αναγνωρίσουν. Εάν κάτι μας κάνει μοναδικούς και δίνει νόημα στην ζωή είναι οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντά μας. Αυτά τα άτομα λοιπόν, που δυσκολεύονται σε αυτό το στάδιο, αργότερα θα δυσκολευτούν να νοηματοδοτήσουν τις εμπειρίες τους και θα βρεθούν να χάνουν τον ενδιαφέρον τους για την ζωή, βιώνοντας ανία, κενό και ματαιότητα, μη ξέροντας τον τρόπο να εκπληρώσουν το δυναμικό τους. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, εστιάζοντας στην απουσία εγγενούς νοήματος στην ζωή, και δίνοντας έμφαση στο προσωπικό νόημα, δείχνει προς την κατεύθυνση ανακάλυψης των προσωπικών δεδομένων και άρα στην εξεύρεση των μοναδικών μας επιθυμιών και τάσεων.
Κατά την προσχολική ηλικία (3-6 ετών)
το παιδί δεν αντιδρά παρορμητικά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αλλά με τη δική του πρωτοβουλία. Αν το παιδί νιώσει ότι τα οικεία πρόσωπα ενθαρρύνουν και ενισχύουν την αυτόβουλη εξερεύνηση του περιβάλλοντος, αναπτύσσει το συναίσθημα της πρωτοβουλίας. Αντίθετα, αν το παιδί νιώσει ότι οι γονείς θεωρούν τις πρωτοβουλίες του αυτές ενοχλητικές, γελοίες ή ανάρμοστες, αναπτύσσει το συναίσθημα της ενοχής. Αυτή η περίοδος είναι μία εξέλιξη της προηγούμενης, καθώς είτε το παιδί βασιζόμενο στις επιθυμίες του θα αναλάβει τις ανάλογες πρωτοβουλίες για να τις υλοποιήσει, είτε θα νιώθει ενοχές για τις ίδιες τις επιθυμίες του με αποτέλεσμα, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, αργότερα να μην τις αναγνωρίζει αφού τις έχει απορρίψει, είτε να τυραννιέται από ενοχές για οτιδήποτε επιθυμεί και έτσι να βιώνει συγκρουσιακές και αμφιθυμικές εντάσεις. Αυτήν την περίοδο αναπτύσσεται η αρετή της πρόθεσης/ κατεύθυνσης. Υπαρξιακά, αυτή η περίοδος χτίζει την αίσθηση της ελευθερίας και της ευθύνης. Χωρίς πρωτοβουλία αποφεύγεται η ευθύνη μεν, αλλά οδηγεί το άτομο σε συναισθήματα εγκλωβισμού, ανελευθερίας, και άρα ετεροκαθορισμού. Το άτομο που δεν φοβάται να αναλάβει δράση, θα έρθει αντιμέτωπο με την ευθύνη των πράξεών του και αν δεν βιώνει ενοχές για τις πρωτοβουλίες του, θα γίνει υπεύθυνο, αλλιώς θα καταφύγει στην μη ανάληψή τους καθώς το φορτίο θα έχει γίνει πολύ βαρύ. Ενοχές και ευθύνη θα καταρρεύσουν το ηθικό του.
Κατά την σχολική ηλικία (6-11 ετών),
το παιδί είναι ικανό για μάθηση, δημιουργία και ανάπτυξη πολλών νέων δεξιοτήτων, όπως η συνεργασία με τους συμμαθητές, και γνώσεων, αναπτύσσοντας έτσι το αίσθημα της φιλοπονίας. Αυτό είναι ένα πολύ κοινωνικό στάδιο ανάπτυξης και αν δημιουργηθούν στο παιδί συναισθήματα ανεπάρκειας και κατωτερότητας μεταξύ των συμμαθητών του, μπορεί να έχει σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την επάρκεια και την αυτοεκτίμηση του. Σε αυτήν την φάση το άτομο αναπτύσσει την αρετή της επιδεξιότητας, κερδίζεται η αίσθηση πως εάν κοπιάσει θα μπορέσει να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ότι δηλαδή είναι ικανό και αποτελεσματικό. Σε συνέχεια επομένως των προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων, το παιδί επιθυμεί, παίρνει πρωτοβουλίες για να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί και νιώθει ικανό να φέρει το αποτέλεσμα, ή αντίθετα, το παιδί φοβάται να θελήσει κάτι, νιώθει ενοχές αν ζητήσει αυτό που θέλει και αμφιβάλλει για την επάρκειά του. Αυτά είναι χαρακτηριστικά που βιώνουν οι ενήλικες τόσο στην ακαδημαϊκή και επαγγελματική τους πορεία όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Στην εφηβεία (12-20 ετών),
το άτομο έχει αποκτήσει την αφηρημένη σκέψη και μπορεί να διαμορφώνει θεωρίες και φιλοσοφικές ιδέες που κοντράρουν την πραγματική κοινωνία και οραματίζεται ένα πρότυπο ιδεώδους κοινωνίας. Η εφηβεία είναι μια φάση κατά την οποία το άτομο, δεν είναι ούτε παιδί, ούτε ενήλικος. Η ζωή του εφήβου είναι σίγουρα πιο σύνθετη, καθώς προσπαθεί να βρει τη δική του ταυτότητα. Αν ο έφηβος ενθαρρυνθεί να αποκτήσει μια φιλοσοφία ζωής, να ανακαλύψει ποιός είναι ως άτομο, μέσα από την οικογένεια καταγωγής του αλλά και ως μέλος μιας ευρύτερης κοινωνίας, να αρχίσει να προσανατολίζεται στο τι θα κάνει, θα αποκτήσει μια ικανοποιητική ταυτότητα, μια σαφή εικόνα του ποιος είναι, από πού προήλθε και που κατευθύνεται. Αν όμως ο έφηβος, είτε λόγω κακών συγκυριών κατά τα προηγούμενα στάδια, είτε λόγω δυσχερών συνθηκών, δεν κατορθώσει να αποκτήσει μια σαφή εικόνα του Εγώ, καταλαμβάνεται από σύγχυση ρόλων και κρίση της ταυτότητας και μπορεί να αποχωριστεί τις ευθύνες του αναπτύσσοντας ισχυρή προσήλωση σε φίλους, ομάδες και ιδέες. Το άτομο σε αυτήν την φάση είτε αναπτύσσει μία ταυτότητα ή βιώνει την σύγχυση. Αυτό τον ακολουθεί και σε μετέπειτα στάδια καθώς θα δυσκολευτεί να εντοπίσει σχέσεις που να το ικανοποιούν, μη έχοντας ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθμό ποιος είναι και άρα τί θέλει από τον εαυτό του και τους γύρω του.
Κατά την περίοδο της νεαρής ενηλικίωσης (20-40 ετών),
το άτομο θα αναζητήσει έναν ή περισσότερους συνταξιδιώτες και αγάπη. Αν το άτομο κατορθώσει να μπορεί να δίνει και να παίρνει αγάπη και στοργή, δηλαδή να έχει αμοιβαία ικανοποίηση τις σχέσεις, κυρίως μέσω του γάμου, της οικογένειας και της φιλίας, θα αναπτύξει το συναίσθημα της οικειότητας. Αν δεν κατορθώσει τα παραπάνω, η απομόνωση και η απόσταση από τους άλλους μπορεί να συμβούν, καθώς μπορεί να γίνει δύσπιστος, ή να αισθάνεται ανώτερος από τους άλλους. Σε αυτήν την περίοδο της ζωής μας η έλλειψη ικανοποιητικών σχέσεων αγάπης και εμπιστοσύνης μας φέρνει αντιμέτωπους με όσα έχουμε βιώσει μέχρι και το προηγούμενο στάδιο της ανάπτυξής μας, την ικανότητα δηλαδή να εμπιστευόμαστε, να κοπιάζουμε, να επιθυμούμε, να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να τον εκτιμάμε. Είναι η περίοδος που οι περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια προκειμένου να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και κατ’ επέκταση με τον εαυτό τους. Το ζήτημα της υπαρξιακής μοναξιάς ίσως τεθεί σε αυτό το στάδιο καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν ζητώντας από τις σχέσεις τους να ανακουφίσουν αυτήν την αγωνία που προκαλεί η βαθειά μοναξιά με την οποία γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.
Κατά την ενήλικη ζωή (40 – 70 ετών),
το άτομο αφού έχει ήδη εξασφαλίσει μια ικανοποιητική επαγγελματική και κοινωνική προσαρμογή, πρέπει να δείξει ενδιαφέρον για άτομα πέρα από το στενό του περιβάλλον και να φροντίσει να συμβάλλει στην καλυτέρευση της κοινωνίας. Το σημαντικό καθήκον του είναι να διαιωνίσει τον πολιτισμό και παράλληλα να μεταδώσει άξιες του πολιτισμού μέσα από την οικογένειά του. Σ’ αυτό το στάδιο το άτομο ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπο με αλλαγές, όπως η απομάκρυνση των παιδιών από το σπίτι, και γι’ αυτό καλείται να βρει νέους σκοπούς και στόχους στην ζωή του. Αν δεν περάσει επιτυχώς αυτό το στάδιο, μπορεί να καταλήξει να απορροφάται μόνο στον εαυτό του και να λιμνάσει. Σημαντικές σχέσεις βρίσκονται, στο χώρο εργασίας, της κοινότητας και της οικογένειας. Σε αυτά τα χρόνια αναπτύσσεται η αρετή της φροντίδας, το πανανθρώπινο ενδιαφέρον ή αντίθετα η απορρόφηση στον εαυτό και η στασιμότητα. Το άτομο σε αυτήν την φάση μπορεί να διατηρεί το ενδιαφέρον του για την ζωή ακμαίο, με ωριμότερη στάση και νέους στόχους, ή να το χάσει ολοκληρωτικά βιώνοντας κατάθλιψη, να προσκολληθεί σε στόχους και απολαύσεις προηγούμενων σταδίων, μη αφήνοντας τα παιδιά του να απομακρυνθούν ή καταναλώνοντας ενέργεια στην προσπάθειά του να παραμείνει νέο. Σε αυτήν την περίοδο η σχέση με τον θάνατο θα παίξει σημαντικό ρόλο καθώς το άτομο θα έρχεται αντιμέτωπο με την φθορά του σώματός του, της υγείας του και όλων των αλλαγών που έρχονται μαζί με την ωρίμανση. Η επιτυχής ολοκλήρωση του προηγούμενου σταδίου θα βοηθήσει το άτομο σε αυτό, καθώς θα έχει σχέσεις που θα του επιτρέπουν να συνεχίσει να εξελίσσεται, ασφαλείς αρκετά ώστε να ανοιχτεί σε νέα μονοπάτια.
Τέλος, στα γηρατειά (70 – θάνατος),
αν το άτομο, ανασκοπώντας την πορεία της ζωής του, διαπιστώνει ότι έπραξε σωστά και σημείωσε επιτυχίες και αποδεχτεί το θάνατο ως φυσική ολοκλήρωση της ζωής, νιώθει το συναίσθημα της προσωπικής αξίας και καταξίωσης. Αν όμως διαπιστώνει ότι η πορεία του είναι μια σειρά από αποτυχίες και λάθος εκτιμήσεις ή φοβηθεί το θάνατο, θα δημιουργήσει το συναίσθημα της πίκρας, της αναξιότητας και της απόγνωσης. Σε αυτό το στάδιο το άτομο βιώνει την ακεραιότητα, και απολαμβάνει την αρετή της σοφίας ή απόγνωση και απελπισία, καθώς δεν έχει το κουράγιο και τον χρόνο να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Η υπαρξιακή ενοχή, αυτήν την περίοδο, θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην συναισθηματική κατάσταση του ατόμου. Πάντα, κατά την διάρκεια της ζωής μας, βιώνουμε την αγωνία της μη εκπλήρωσης του δυναμικού μας και του αποκλεισμού δυνατοτήτων. Σε αυτό το στάδιο όμως, όπου οι δυνατότητες όντως περιορίζονται λόγω του χρονικού ορίου, η ενοχή αυτή θα ενταθεί. Το άτομο καλείται λοιπόν, να συμφιλιωθεί με την ιστορία του, να συγχωρέσει τον εαυτό του και τους άλλους και να νοηματοδοτήσει τις εμπειρίες του.
Βιβλιογραφία
Eagle, M (1997), Contributions of Erik Erikson, Psychoanalytic review: 84 (3), pg. 337–47
Παρασκευόπουλος, Ι.Ν. (1985). Εξελικτική Ψυχολογία 1. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.